περίστροφο

περίστροφο
Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο μηχανισμός της σκανδάλης συνδέεται με το μηχανισμό περιστροφής του κυλίνδρου. Έτσι κάθε φορά που σηκώνεται η σφύρα (κόκκορας) ή πιέζεται η σκανδάλη, ο κύλινδρος περιστρέφεται και διαδοχικά τοποθετείται το επόμενο φυσίγγιο απέναντι στην κάνη. Η σύνδεση της λειτουργίας του μηχανισμού της σκανδάλης με την περιστροφή του κυλίνδρου πρακτικά εφαρμόστηκε στα συστήματα των π. Κολιέρ, Μαριέτ και Σιρκ στις αρχές του 19ου αι. Την ίδια περίοδο ο αμερικανός Σ. Κολτ επινόησε π. με καψύλιο. Μετά το 1850, εμφανίστηκαν τα π. με ενιαίο μεταλλικό φυσίγγιο, που η αποθήκη τους (κύλινδρος) μπορούσε να παίρνει 4-12 φυσίγγια. Όταν στο πρώτο μισό του 20ού αι. εμφανίστηκαν τα αυτόματα πιστόλια, τα π., βαθμιαία αποσύρθηκαν από τον οπλισμό των στρατών και η χρησιμοποίηση τους καταργήθηκε. Περίστροφο, λεπτομέρεια: φαίνεται η σφύρα και ο κύλινδρος, καθώς και η σκανδάλη.
* * *
το, Ν
βλ. περίστροφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίστροφο — το μικρό επαναληπτικό όπλο, πιστόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • κολτ — το περίστροφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμερ. colt από το όν. τού Αμερικανού οπλομηχανικού S. Colt] …   Dictionary of Greek

  • κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

  • πεντάσφαιρος — η, ο / πεντάσφαιρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντάσφαιρο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, τού οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε… …   Dictionary of Greek

  • περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”